- μαστεύω
- μαστεύω1 seek
χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59
c. inf. “ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59
c. inf. “ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μαστεύω — seek pres subj act 1st sg μαστεύω seek pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστεύω — (Α μαστεύω και ματεύω) ζητώ, αναζητώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. προσπαθώ να ανακαλύψω υπόγεια ύδατα αρχ. 1. επιζητώ, έχω ανάγκη, χρειάζομαι («τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστεύειν», Πίνδ.) 2. επιδιώκω να κάνω κάτι, επιθυμώ ή αγωνίζομαι να επιτύχω κάτι… … Dictionary of Greek
μαστεύετε — μαστεύω seek pres imperat act 2nd pl μαστεύω seek pres ind act 2nd pl μαστεύω seek imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστεύσω — μαστεύω seek aor subj act 1st sg μαστεύω seek fut ind act 1st sg μαστεύω seek aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστευσάμενον — μαστεύω seek aor part mid masc acc sg μαστεύω seek aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστεῦον — μαστεύω seek pres part act masc voc sg μαστεύω seek pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστεύει — μαστεύω seek pres ind mp 2nd sg μαστεύω seek pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστεύεσκον — μαστεύω seek imperf ind act 3rd pl (epic ionic) μαστεύω seek imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστεύομεν — μαστεύω seek pres ind act 1st pl μαστεύω seek imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστεύοντα — μαστεύω seek pres part act neut nom/voc/acc pl μαστεύω seek pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστεύοντι — μαστεύω seek pres part act masc/neut dat sg μαστεύω seek pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)